γρῖπος

γρῖπος
γρῖπος
Grammatical information: m.
Meaning: `fishing basket, creel' (AP, Artem.)
Other forms: = γρῖφος m. (Plu.), mostly metaph.`riddle' (Ar.; s. Chantraine Étrennes Benveniste 20), sec. as adj. `obscure' (Hdn. Epim. 16)
Derivatives: γριφότης `obscurity' (Hdn.). - γριπεύς `fisher' (Sapph.), γριπεύω (Zonar.), γριπηΐς (τέχνη, AP); γρίπων `id.' (AP); denom. γριπέω (Syria), γριπίζω (Lib., H.), γρίπισμα (EM, Zonar.). - γριφώδης `enigmatic' (Luc.), γριφεύω `give a riddle' (Ath.). Also γριπώμενα συνελκόμενα καὶ σπασμωδῶς συμπθοῦντα, οἱ δε ἐγγίζοντα H.; γεγριφώς ὁ τοῖς χερσὶν ἁλιεύων. Several lemmata in H
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: The variation is typical for Pre-Greekwords. Comparison with MHG krëbe m. `basket', ONo. kiarf, kerfi n. `bundle' (with e) or Skt. grapsa- `bundle' must therefore be rejected; such origin for a fishermans word is well understandable. There is no reason to connect γέρρον.
Page in Frisk: 1,327

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • γρῖπος — γρῖφος fishing basket masc nom sg γρῖπος haul masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γρίπος — ο 1. αλιευτικό δίχτυ. 2. το καΐκι που έχει γρίπους, η τράτα. 3. σκοινί ή σύρμα με το οποίο βγάζουν από τη θάλασσα αντικείμενα που έχουν βυθιστεί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γρίφος — Δυσνόητη και ακατάληπτη φράση. Οι γ. συντάσσονται με λέξεις, αριθμούς, σχέδια και γράμματα. Πολλές φορές μάλιστα ένας γ. μπορεί να χρησιμοποιήσει πολλά από τα στοιχεία αυτά μαζί. Ανάμεσα σε εικόνες μπορούν να παρεμβληθούν γράμματα, συλλαβές ή και …   Dictionary of Greek

  • Greifen — Greifen, verb. irreg. Imperf. ich griff; Mittelw. gegriffen; welches in doppelter Gestalt üblich ist. I. Als ein Neutrum, mit dem Hülfsworte haben, mit ausgesperrten und gekrümmten Klauen oder Fingern schnell und gewaltsam anfassen. 1. Eigentlich …   Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart

  • αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… …   Dictionary of Greek

  • γρίπιση — η [γρίπος] έρευνα τού βυθού με μηχανικά μέσα για τον εντοπισμό βυθισμένων αντικειμένων …   Dictionary of Greek

  • γρίπων — γρίπων, ο (Α) [γρίπος] ο γριπεύς …   Dictionary of Greek

  • γριπάρης — και γρυπάρης ο [γρίπος ή γρύπος] 1. ο γριπεύς, αυτός που ψαρεύει με γρίπο 2. αυτός που κατασκευάζει γρίπους …   Dictionary of Greek

  • γριπίζω — (Μ γριπίζω) [γρίπος] γριπεύω …   Dictionary of Greek

  • γριπεύς — γριπεύς, ο (Α) [γρίπος] 1. ψαράς 2. αυτός που κατασκευάζει αλιευτικά δίχτυα …   Dictionary of Greek

  • γρύπος — ο ο γρίπος* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”